νοοπλανές — νοοπλανής wandering in mind masc/fem voc sg νοοπλανής wandering in mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοπλανέεσσι — νοοπλανής wandering in mind masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοπλανέεσσιν — νοοπλανής wandering in mind masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοπλανέος — νοοπλανής wandering in mind masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοπλανέων — νοοπλανής wandering in mind masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
νοόπλαγκτος — νοόπλαγκτος, ον (Α) νοοπλανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος, ουρανό πλαγκτος] … Dictionary of Greek